πορφυρίων

πορφυρίων
Όνομα 2 μυθολογικών προσώπων. 1. Γίγαντας, γιος της Γης και του Ουρανού. Για να τον εξοντώσει ο Δίας, τον έκανε να ερωτευτεί την Ήρα και, τη στιγμή που επιχειρούσε να τη βιάσει, τού εξαπόλυσε κεραυνό. Την ίδια στιγμή ο Ηρακλής τον σκότωνε με το τόξο του. 2. Μυθικός βασιλιάς της Αττικής που βασίλευσε πριν από τον Ακταίο. Το όνομά του ταυτίστηκε με το «φοίνιξ» γιατί το επίθετο φοινικούς ή φοινικόχρους σημαίνει πορφυρός. Αναφέρεται ότι ο Π. ίδρυσε ένα ιερό για την Ουράνια Αφροδίτη στον Αττικό δήμο των Αθμονέων, κοντά στο σημερινό Μαρούσι.
* * *
-ονος, ο, ΝΜΑ
γένος γερανόμορφων πτηνών τών ελών όλων σχεδόν τών θερμών περιοχών τού κόσμου με πτέρωμα βαθυκύανο ιώδες και σκούρο πράσινο και με κόκκινα πόδια και ράμφος, τής οικογένειας ραλλίδες
αρχ.
1. ονομασία πολύποδα
2. ονομασία ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + επίθημα -ίων (πρβλ. μωρ-ίων)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Πορφυρίων' — Πορφυρίωνα , Πορφυρίων purple coot masc acc sg Πορφυρίωνι , Πορφυρίων purple coot masc dat sg Πορφυρίωνε , Πορφυρίων purple coot masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορφυρίων' — πορφυρίωνα , πορφυρίων purple coot masc acc sg πορφυρίωνι , πορφυρίων purple coot masc dat sg πορφυρίωνε , πορφυρίων purple coot masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πορφυρίων — Πορφύριος masc gen pl Πορφυρίων purple coot masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορφυρίων — πορφύριον purple dyed stuff neut gen pl πορφῠρίων , πορφύρω heaves fut part act masc nom sg (doric) πορφυρέω pres part act masc nom sg (doric) πορφυρίων purple coot masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πορφυρίωνα — Πορφυρίων purple coot masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορφυρίωνα — πορφυρίων purple coot masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πορφυρίωνας — Πορφυρίων purple coot masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορφυρίωνας — πορφυρίων purple coot masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πορφυρίωνες — Πορφυρίων purple coot masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορφυρίωνες — πορφυρίων purple coot masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”